εγκαλλώπισμα

εγκαλλώπισμα
το (AM ἐγκαλλώπισμα)
στολίδι ή κόσμημα για το οποίο μπορεί να καυχιέται κανείς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐγκαλλώπισμα — ornament neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαλλωπισμάτων — ἐγκαλλώπισμα ornament neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαλλωπίσμασι — ἐγκαλλώπισμα ornament neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαλλωπίσματα — ἐγκαλλώπισμα ornament neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • удобрение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (ἐγκαλλώπισμα) украшение …   Словарь церковнославянского языка

  • ενωράισμα — ἐνωράισμα, το (Α) 1. κόσμημα, στολίδι 2. καύχημα, εγκαλλώπισμα …   Dictionary of Greek

  • κηπίον — κηπίον, τὸ (Α) [κήπος] 1. μικρός κήπος 2. μτφ. μικρός κήπος δίπλα σε σπίτι για να τό καλλωπίζει, προσάρτημα καλλωπιστικό τού σπιτιού («κηπίον ἢ ἐγκαλλώπισμα πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι», Θουκ.) 3. τρόπος κοψίματος και διακόσμησης… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”